τετραγωνία

τετραγωνία
η, ΝΑ
το φυτό ευώνυμο το πλατύφυλλο το οποίο ονομάστηκε έτσι από το τετράγωνο σχήμα τού καρπού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. tetragonia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνία — τετραγωνίᾱ , τετραγωνία square berry fem nom/voc/acc dual τετραγωνίᾱ , τετραγωνία square berry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τετραγωνίᾱ , τετραγωνίας square faced masc nom/voc/acc dual τετραγωνίας square faced masc voc sg τετραγωνίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”